Οι εκδόσεις "Νυχτερινό" θέτουν σε κυκλοφορία συλλογές ποιημάτων ή διηγημάτων μαθητών του Α' Εσπερινού ΤΕΕ/ΕΠΑΛ Περιστερίου



   Τρία μικρά κείμενα

Μια εξαιρετική προσπάθεια, ήδη εφτάχρονη, είναι το περιοδικό «Νυχτερινό». Στην έκδοση συγκεντρώνονται και εκδίδονται, υπό την εποπτεία και επιμέλεια του φιλόλογου Κώστα Πούλου, λογοτεχνικά κείμενα (πεζογραφήματα και ποιήματα) μαθητών του σχολείου. Ζωντανή και ενδιαφέρουσα έκδοση, δουλεμένη με μεράκι από τον εκπαιδευτικό και τους συμμετέχοντες μαθητές. Από τις ίδιες εκδόσεις κυκλοφορούν και τα εξαιρετικά «Τρία μικρά κείμενα» του μαθητή Γιάννη Τόλιου.

Τα τρία διηγήματα της συλλογής –και κυρίως το πρώτο, υπό τον τίτλο «Υπόθεση φακελάκι»- αποκαλύπτουν ένα αυθεντικό και ήδη ώριμο πεζογραφικό ταλέντο, με χαρακτηριστικά του τις πρωτότυπες ιδέες, την αφηγηματική επάρκεια και την εκφραστική ζωντάνια. Χωρίς αμφιβολία, και δεδομένου του νεαρού της ηλικίας του, ο Γιάννης Τόλιος μπορεί να ελπίζει σε μια εντυπωσιακά καλύτερη συνέχεια στο χώρο της πεζογραφίας.

Νίκος Κουνενής, 

«Αντιτετράδια της εκπαίδευσης», τεύχος 82, καλοκαίρι 2007



Μάνος Μιχαηλίδης

Καμιά διαταγή (ποιήματα)

Αυθόρμητη, σχεδόν ακαριαία, απλώνεται σαν ξέσπασμα η λιτή γραφή του Μάνου Μιχαηλίδη στις ευρύχωρες, λευκές σελίδες της πρώτης του ποιητικής συλλογής, μια γραφή που, αντί να διαχέεται φυγόκεντρα –όπως πιο πολύ θα ταίριαζε στην αυτόματη φύση της- περικυκλώνει δήθεν αδιάφορα ένα κεντρικό θέμα ή καλύτερα μια δεσπόζουσα εικόνα, η οποία πάντως υπάρχει στην καρδιά κάθε ποιήματος μάλλον ανεξάρτητα από τη θέλησή της, άλλοτε για να συμφιλιώνεται με τις συνειδητές(;) απόπειρες αναίρεσής της και άλλοτε για να τις περιπαίζει. Υπερρεαλιστικές εικόνες, φαινομενικά μόνο ασύδοτες, διαδηλώνουν, συχνά στοιχημένες σε μια απολύτως ευθεία γραμμή, πετυχαίνουν κάποτε να στρέφουν το πρόσωπό τους σε ένα κοινό σημείο αναφοράς, που είναι τοποθετημένο στην αχνή γραμμή ενός αμυδρά ορατού ορίζοντα επιδιώκοντας την αναγκαία οικειότητα της συγκατοίκησης. Αλλά και όσες από αυτές δε συμμορφώνονται, πάλι εξυπηρετούν με το δικό τους τρόπο (εκ του αντιθέτου) τον ίδιο, ανομολόγητο πάντως, στόχο.

Θέτει στόχους η γραφή του Μιχαηλίδη; Η αποστροφή που διαπνέει ολόκληρη τη συλλογή μπροστά στο φάσμα μιας πιθανής κατάφασης στο προηγούμενο ερώτημα δε δικαιούται να ακυρώνει την ύπαρξη μιας ηχηρής νηνεμίας που ελλοχεύει κάτω από την ταραγμένη επιφάνεια των αντικειμένων, του ανθρώπινου εξαρτήματος συμπεριλαμβανομένου (γυμνός μέσα στη λάμπα βιδωμένος). Διότι πίσω, ή κάτω, ή πέρα από αυτή την επιπλέουσα ρευστότητα των λέξεων που έχουν οργανωθεί σε μικρές, δήθεν ανεξάρτητες ομάδες, ηρεμούν ορατά τα νήματα των νοημάτων. Εκεί η καταγγελία μεταμφιέζεται εύκολα σε οργή για να εκπέσει κάποτε ως την απλή παρατήρηση των αντικειμένων τα οποία είναι εξ ορισμού μη προσβάσιμα, η νοηματοδότησή τους ανέφικτη και επομένως μάταιη.

Ποίηση εικόνων που διαδέχονται η μία την άλλη κλιμακώνοντας την ένταση στους τελευταίους στίχους, όπου συνηθίζει να περιμένει θρονιασμένο το αποτύπωμα ή η σκιά μιας πρόθεσης που ίσως λειτούργησε παλιότερα ως αφορμή. Κεντρικές ιδέες που επιβάλλονται δίχως καμία κραυγή, άλλοτε πάλι κραυγές που στηρίζουν την ύπαρξή τους σε σιωπές, διατεταγμένες σε στιγμιότυπα σχεδόν κινηματογραφικά. Ενδογενής θλίψη διαπερνά το τοπίο, το οποίο αιωρείται δίχως εστία. Ο ερωτισμός, όπου υπάρχει, εκδηλώνεται σαν αγωνία για το μετέωρο βήμα τη στιγμή που ανατέλλει μια πιθανότητα προσέγγισης. Πατρίδα του ό, τι απλώνεται κάτω από την απειλή που δεν έχει όνομα, από το φόβο, όχι γι’ αυτό που θα γίνει, αλλά γι’ αυτό που υπάρχει σαν πλαίσιο για όλες τις δράσεις (αποφάσισαν ότι θα είμαι…, με μια αγωνία βλέμμα διαγώνια να πέφτει στο κενό-, βουτάω βίαια στην καταστροφή, φρύδια σμίγουν μπροστά από καθρέφτες).

Η γλώσσα των ποιημάτων αποφεύγει τους ακροβατισμούς και την εκζήτηση. Τα λογοπαίγνια είναι μετρημένα (ελ’ πήδα στο κενό, κλαίγοντάς μου ένα τραγούδι, παράθυρο μιλά ανοιγοκλείνοντας τα χείλια παντζούρια του, στέκομαι ακίνητος κι ανίκητος –νομίζω- απ’ το χρόνο, μετρώ τα μετρό), το ισοζύγιο των επιθέτων αρμονικό.

Ο χώρος προβάλλει αστικός με αιφνίδιες ρωγμές μιας εκρηκτικά έγχρωμης, θάλλουσας φύσης (μωβ πράσινο φως κίτρινου σπαρμένου λιβαδιού). Τα κτίρια είναι παλιά, οι γέφυρες απλώς υπάρχουν, τα ποδήλατα και τα αυτοκίνητα κυλούν.


Κώστας Πούλος 

περιοδικό "Πράσινη Πόλη" (Φεβρουάριος 2006)